ἠλιτόμηνος — missing the right month masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιτόμηνον — ἠλιτόμηνος missing the right month masc/fem acc sg ἠλιτόμηνος missing the right month neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιτομήνων — ἠλιτόμηνος missing the right month masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιτόμηνα — ἠλιτόμηνος missing the right month neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιτόμηνοι — ἠλιτόμηνος missing the right month masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιτήμερος — ἀλιτήμερος, ον (Α) αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ (< θ. ἀλιτ τού αορ. β΄ ἤλιτον τού ρ. ἀλιταίνω) + ημερος < ἡμέρα ο σχηματισμός τού επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος*] … Dictionary of Greek
αλιτόμηνος — ἀλιτόμηνος, ον (Α) 1. ο ἠλιτόμηνος* 2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρημ. ἀλιταίνω*) + μηνος < μήν] … Dictionary of Greek
αρχίμηνος — ἀρχίμηνος, η (Μ) η πρώτη μέρα του μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηνός < μην, μηνός (πρβλ. δεκάμηνος, ηλιτόμηνος, πάμμηνος)] … Dictionary of Greek
ηλιτοεργός — ἠλιτοεργός, ov (Α) αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, άν εργος] … Dictionary of Greek