ηλιτόμηνος

ηλιτόμηνος
ἠλιτόμηνος, -ον (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠλιτόμηνον
η πρόωρη γέννηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλιτ- τού αορ. αλιτείν «διαπράττω σφάλμα εις βάρος κάποιου» (βλ. λ. αλείτης) + -μηνος (< μην «μήνας»). Το αρχικό φωνήεν εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -ο-, που στην εξέλιξη τής γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό φωνήεν τού α' συνθετικού με το β' στα σύνθετα, εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη αντί τού συνηθέστερου -ε- (πρβλ. αγχέμαχος, εχέβοιος) σε ορισμένα άπαξ λεγόμενα, όπως αμαρτο-επής, ηλιτό-μηνος, φυγο-πτόλεμος κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἠλιτόμηνος — missing the right month masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιτόμηνον — ἠλιτόμηνος missing the right month masc/fem acc sg ἠλιτόμηνος missing the right month neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιτομήνων — ἠλιτόμηνος missing the right month masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιτόμηνα — ἠλιτόμηνος missing the right month neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιτόμηνοι — ἠλιτόμηνος missing the right month masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιτήμερος — ἀλιτήμερος, ον (Α) αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ (< θ. ἀλιτ τού αορ. β΄ ἤλιτον τού ρ. ἀλιταίνω) + ημερος < ἡμέρα ο σχηματισμός τού επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος*] …   Dictionary of Greek

  • αλιτόμηνος — ἀλιτόμηνος, ον (Α) 1. ο ἠλιτόμηνος* 2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρημ. ἀλιταίνω*) + μηνος < μήν] …   Dictionary of Greek

  • αρχίμηνος — ἀρχίμηνος, η (Μ) η πρώτη μέρα του μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηνός < μην, μηνός (πρβλ. δεκάμηνος, ηλιτόμηνος, πάμμηνος)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιτοεργός — ἠλιτοεργός, ov (Α) αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, άν εργος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”